- σωλην(ο)-
- α' συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στη λ. σωλήν, -ῆνος και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση με σωλήνα ή αναφέρεται στον σωλήνα (για τις σημ. τού τ. βλ. λ. σωλήνας). Το α' συνθετικό σωληνο- απαντά και σε αρκετούς επιστημονικούς όρους, κυρίως ονομ. ειδών ζώων, οι οποίοι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. σωλην-ιχθύες < αγγλ. solen-ichthyes, σωληνόγαστρα < αγγλ. soleno-gastres).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό σωλην(ο)-: σωληνοειδής, σωληνοκύτταρο, σωληνοστήλη, σωληνοφάγοςαρχ.σωληνοθήρας, σωληνοκεντης, σωληνοποιόςμσν.σωληνοδοχείοννεοελλ.σωληνιχθύες, σωληνόγαστρα, σωληνόγλυφοι, σωληνόδους, σωληνόκογχα, σωληνόμυια, σωληνοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.